- προευκρινώ
- -έω, Α1. συλλέγω εκ τών προτέρων με προσοχή2. κρίνω με προσοχή3. παθ. προευκρινοῡμαιξεκαθαρίζομαι, καθίσταμαι πρώτα σαφής.[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + εὐκρινῶ «εξετάζω, διαλέγω, κρίνω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.